- επιγραμμή
- ἐπιγραμμή, η (Α) [επιγράφω]στον πληθ. αἱ ἐπιγραμμαίτα χαράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek